Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Άγνωστες μορφές του Ελληνισμού: Γεώργιος Ανεμογιάννης


Άγνωστες μορφές του Ελληνισμού: Γεώργιος Ανεμογιάννης

Αναρτήθηκε από τον/την xryshaygh στο Φεβρουαρίου 22, 2012
ο πυρπολητής
Ο Γιώργος Ανεμογιάννης γεννήθηκε στα 1798 και αντρώθηκε στους Παξούς, το κόσμημα του Ιονίου πελάγους, που βρέχεται από καταγάλανα νερά και έχει απόκρημνα βράχια να το κυκλώνουν.
Στα 1821 ως νέο παλληκάρι κοντά 23 χρονών, τον συνεπήρε ο άνεμος της επανάστασης όπως και πολλούς άλλους Έλληνες. Δεν άντεχε άλλο τις προσβολές των τούρκων και τους τόσους αιώνες σκλαβιάς. Η ψυχή του αποζητούσε τον καθαρό και γλυκό αέρα της Ελευθερίας.
Στην Πάτρα όπου βρισκόταν το 1821 εντάχθηκε σαν απλός ναύτης στον επαναστατικό στόλο. Οι αρχηγοί της μοίρας του στόλου ήταν ο Νικόλαος Μπότασης και ο Γεώργιος Μυργιαλής. Ο Γιώργος Ανεμογιάννης διακρίθηκε γρήγορα με τις πράξεις του, γιατί ήταν πάντα πρώτος στην μάχη ενάντια στον βάρβαρο δυνάστη. Είχε γίνει ένα με το πλοίο στο οποίο υπηρετούσε, ταγμένος ψυχή τε και σώματι στον αγώνα.
Ο τουρκικός στόλος ναυλοχούσε απέναντι στην Ναύπακτο, στην γη της Αιτωλοακαρνανίας και σαν αγκάθι παρενοχλούσε τους Έλληνες, καθώς και τις εφοδιοπομπές που έρχονταν από τα ελεύθερα Επτάνησα. Οι Έλληνες καπεταναίοι έπρεπε να καταστρέψουν τον τουρκικό στόλο και μοναδικός τρόπος ήταν να τον πυρπολήσουν. Συγκέντρωσαν όλα τα πληρώματά τους και εξήγησαν το σχέδιό τους. Έπρεπε να πυρποληθούν όσο το δυνατόν περισσότερα πλοία. Το δύσκολο αυτό εγχείρημα δεν μπορούσε να το αναλάβει ο καθένας. Απαιτείται γρηγοράδα, δεξιοτεχνία και προπαντώς τόλμη. Έτσι λοιπόν ζήτησαν εθελοντές. Ο Γιώργος πριν προλάβει να τελειώσει ο καπετάνιος την πρότασή του πετάχθηκε όρθιος φωνάζοντας πως αυτός έχει όλα τα παραπάνω για να πυρπολήσει τα πλοία. Ο καπετάνιος δεν εξεπλάγη με τον νεαρό Παξινό. Τον πήρε παράμερα και του εξήγησε λεπτομερώς το σχέδιο και του έδειξε το πλοίο που θα χρησιμοποιούσε. Ήταν ένα παλιό καράβι από το Γαλαξίδι. Φόρτωσαν τα βαρελάκια με την πυρίτιδα καθώς και τα φυτίλια που θα την ανάψουν, έτσι ώστε να είναι όλα έτοιμα για την μεγάλη μέρα.
Όταν έφτασε η ημέρα για το εγχείρημά του, ο Γιώργος μπήκε στο καράβι του, όπως και οι άλλοι που θα επιβαίναν σ’ ένα δεύτερο καράβι για να τον σώσουν όταν θα πυρπολήσει το πλοίο του. Ο άνεμος ήταν ευνοικός. Ξεκίνησαν για την Ναύπακτο, που το φρούριό της φυλάει την είσοδο του Κορινθιακού κόλπου. Το βράδυ ήταν ήσυχο και δεν προμήνυε τίποτα το κακό. Ο Γιώργος πετούσε απ’ την χαρά του.
Φτάνοντας έξω από την Ναύπακτο αντίκρισαν τ’ αχνά φώτα της πόλης, όντας πια σε απόσταση αναπνοής από τον στόχο τους. Δεν τους έβλεπε κανείς. Ο Γιώργος κρατούσε αναμμένο τον δαυλό στο χέρι και από κεκτημένη ταχύτητα έβαλε φωτιά στα εύφλεκτα υλικά. Το καράβι πήρε φωτιά αμέσως και έγινε αντιληπτό από την τούρκικη φρουρά του λιμανιού. Προσπάθησε να το οδηγήσει πάνω στα τούρκικα πλοία. Ξαφνικά όμως, άλλαξε η φορά του ανέμου και τον έσπρωξε έξω από το λιμάνι. Προσπάθησε μ’ όλη του την δύναμη να σπρώξει το τιμόνι του πλοίου προς τα τούρκικα πλοία, αλλά ήταν αδύνατον. Ο άνεμος ήταν πιο δυνατός απ’ αυτόν. Το πλοίο λαμπάδιασε και φαινόταν από μακριά μέσα στην νυχτιά. Ο Γιώργος όμως, ως παλληκάρι που δεν είχε μάθει να το βάζει κάτω ακόμα και στην μεγαλύτερη αναποδιά συνέχισε την προσπάθεια. Δυστυχώς όμως, ο άνεμος ήταν εναντίον του. Μην έχοντας άλλη επιλογή, βούτηξε στα κρύα νερά του Κορινθιακού κόλπου.
Κολυμπούσε σαν δελφίνι, όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να φτάσει στην βάρκα που τον περίμενε στα ανοιχτά για να σωθεί. Από πίσω του άκουγε κουπιά να χτυπάνε τα κύματα με δύναμη και τους τούρκους να δίνουν προσταγές στο πλήρωμα. Ήξερε πως είναι κοντά του, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Χτυπούσε μ’ όλη του την δύναμη χέρια και πόδια για να τους ξεφύγει. Αλλά οι βάρκες των τούρκων πήγαιναν γρήγορα και τελικά τον πρόφτασαν. Ευρισκόμενοι οι τούρκοι από πάνω του σχεδόν, φωνάζοντας και βρίζοντας τον άρπαξαν με δύναμη από τα μαλλιά και τον τράβηξαν πάνω στην βάρκα τους. Ο Γιώργος αντιστάθηκε όπως μπορούσε. Τους χτυπούσε με χέρια και με πόδια για να μην τον αιχμαλωτίσουν. Καθ’ όσον πάλευαν το πλοίο του Γιώργου με την πυρίτιδα ανατινάχθηκε στο βάθος μακριά από τον στόχο. Η τρομερή έκρηξη ακούστηκε σ’ όλη την Ναύπακτο.Οι τούρκοι τρόμαξαν πολύ και λύσσαξαν να χτυπούν το παληκάρι. Τελικά τον αιχμαλώτισαν.
Φτάνοντας η βάρκα στο λιμάνι αποβιβάζονται οι τούρκοι και ο άτυχος Γιώργος. Την ίδια νύχτα τον πέταξαν σ’ ένα μπουντρούμι μισοπεθαμένο από το ξύλο και την εξάντληση, αλλά το παλληκάρι δεν λύγισε μπροστά στις κακουχίες. Το μαρτύριο που τον περίμενε όμως ήταν πολύ μεγαλύτερο. Οι επόμενες μέρες κύλησαν με πολλά βασανιστήρια. Οι τούρκοι αποφάσισαν να τον υποβάλουν στο μεγαλύτερο μαρτύριο που ήξεραν, τον ανασκολοπισμό (παλούκωμα). Κάλεσαν τους γύφτους που ήταν “ειδικευμένοι” στο παλούκωμα κι’ αφού τον παλούκωσαν, τον άφησαν όρθιο για να σχίζονται τα σωθικά του. Ο Γιώργος σφάδαζε, το πρόσωπό του συσπώνταν από τους πόνους. Ήξερε ότι είχε έρθει το τέλος του, αλλά με πείσμα κρατιόταν στην ζωή. Το απάνθρωπο μαρτύριό του διήρκησε ώρες. Στο τέλος οι τούρκοι αγανακτισμένοι τον κρέμασαν.
Για να θυμίζει αυτόν τον ήρωα και το μαρτύριο που υπέστει, σήμερα υπάρχει μονάχα ένα ορειχάλκινο άγαλμα στην είσοδο του λιμανιού της Ναυπάκτου, ενός άντρα που κρατάει στο δεξί υψωμένο του χέρι έναν πυρσό.
Πυρήνας Καβάλας
Αίας ο Τελαμώνιος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου