Οι ένοχοι και το τέλος
Τους πρώτους μήνες του 1831 οι αντιδράσεις είχαν πάρει τη μορφή της θύελλας. Προασθανόταν ότι όδευε προς το τέλος. Όμως δεν υποχωρεί ούτε ένα βήμα από την εκπλήρωση του Χρέους. Η ψυχή του πλημμυρίζει από αγωνία. Όχι για τον εαυτό του. Μα για την Ελλάδα! Για το λαό της! Για τα παιδιά της. Για τα Ελληνόπουλα. Σε πολλές επιστολές αυτής της περιόδου είναι έντονα διάχυτη αυτή η αγωνία. Η αγωνία του Κυβερνήτη.
«Εγώ δε, όταν με υπευθυνότητα θα έχω εκπληρώσει το καθήκον μου…με τις δυνάμεις που μου απομένουν, θα σηκώσω το σταυρό μου…Και θα τον σηκώσω χωρίς κανένα γογγυσμό...» γράφει σ’ ένα ξέσπασμα πόνου στον Eynard. Και στον ίδιο λίγο αργότερα: «Σήμερα είμαστε περικυκλωμένοι από το σκοτάδι και μετράω τις μέρες για να γνωρίσω αν μέλλουμε σαν κράτος να ζήσουμε αύριο!..»
Ό,τι του προκαλεί θανάσιμη αγωνία δεν ο είναι κίνδυνος της ζωής του, που τον διαβλέπει. Όχι! Αγωνιά μήπως το σκοτάδι που τον κυκλώνει απειλητικά, οι άνθρωποι που αγωνίζονταν να σκοτεινιάσουν τον ορίζοντα της Ελλάδας με την «κατάρα του διχασμού», καταστρέψουν ό,τι καλό και δημιουργικό αγωνίστηκε να χτίσει, με το αίμα της καρδιάς του, για τον πολυβασανισμένο τόπο του, τον τόπο του τυραννισμένου ελληνικού λαού.
Σε μια επιστολή του προς τον Γάλλο ναύρχο Lalande, που υπηρετούσε στην Ελλάδα, με θάρρος θα του αποκαλύψει ότι γνώριζε όλες τις δολοπλοκίες των Άγγλων και των Γάλλων, με τρόπο που καταπλήσσει: «Εγώ δε, και τις δολοπλοκίες όλων σας τις εγνώριζα, αλλά έκρινα ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να κόψω το νήμα της συνεργασίας μαζί σας, γιατί έδινα προτεραιότητα στην ανόρθωση και στην ανασυγκρότηση της Ελλάδος. Αν έκοβα τις σχέσεις με τις λεγόμενες «προστάτιδες» Δυνάμεις, τούτο θα ήταν εις βάρος της Ελλάδος και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να προσθέσω βάρος και στη συνείδησή μου. Και άφησα τα πράγματα να λαλήσουν μόνα τους. Τώρα λοιπόν έχουν ήδη λαλήσει μεγαλοφώνως – με την αποκάλυψη όλης της σκευωρίας – οπότε επείγει ο καιρός της θεραπείας… Για να εμποδίσουμε τον θάνατο του αρρώστου, της Ελλάδος… Και η θεραπεία πρέπει να ξεκινήσει από το Λονδίνο…προκειμένου να αποδυναμώσουμε την πηγή και την ρίζα του κακού!..»
Και την ίδια ημέρα που έγραψε τη συγκλονιστική αυτή επιστολή στον Γάλλο ναύαρχο, στις 31 Ιουλίου 1831, έγραψε και στον Έλληνα πρίγκηπα Αλέξανδρο Σούτσο στο Παρίσι, – στη μακρότατη επιστολή του, όπου του εκθέτει τις καταχθόνιες ενέργειες των Άγγλων και των Γάλλων – μια αγωνιώδη ακροτελεύτια φράση: «Απέκαμα! Αλλ’ όμως θα παραμείνω στη χαλάστρα, μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής μου και ας κινδυνέυσω να χαθώ…».
Και λίγες ημέρες «προ του τέλους», στις 14 Σεπτεμβρίου, ακριβώς την ημέρα κατά την οποία η ορθόδοξη Εκκλησία τιμά την Ύψωση του Τμίου Σταυρού, έγραψε πάλι στο Σούτσο. Με εθνική αγανάκτηση διαμαρτύρεται και τον ενημερώνει, προκειμένου να προβεί σε σχετικά διαβήματα στη γαλλική κυβέρνηση, για την πρωτοφανή και ανεπίτρεπτη ανάμιξη των Γάλλων και των Άγγλων αξιωματικών στις φοβερές αντικυβερνητκές ενέργειες της Ύδρας , της Μάνης και της Σπάρτης και για την απροκάλυπτη σύμπραξη και τη βοήθειά τους προς τους ταραχοποιούς. Ο γαλλικός στρατός ετοιμαζόταν να καταλάβει πραξικοπηματικά την Καλαμάτα και εμπόδιζε με τα όπλα τα ελληνικά στρατεύματα στην υπεράσπισή της. Και πρόσθετε: «Όλοι οι Έλληνες είναι πεπεισμένοι ότι οι Μανιάτες κινούνται με ξένες προτροπές. Οι Μαυρομιχαλαίοι και οι Υδραίοι που μένουν στην Καλαμάτα είναι σήμερα υπό την σκέπη και την προστασία των γαλλικών στρατευμάτων… Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί άραγε σκάνδαλο στο πνεύμα του ελληνικού έθνους, το οποίο τους αποδοκιμάζει, τους πολεμά και τους καταράται, επειδή ταράττουν την εσωτερική ησυχία, την οποία ενθαρρύνουν και παροτρύνουν και οι συμμαχικές Δυνάμεις;»
Έπρεπε ο Σούτσος να προβεί στις σχετικές διπλωματικές ενέργειες το ταχύτερο. Για όσα του έγραφε είχε αποδείξεις, δεν είχε καθόλου απατηθεί στις προβλέψεις που είχε κάνει το Μάιο του 1831, όταν του επεσήμαινε τους κινδύνους που διέτρεχε η Ελλάς «από τις συνωμοτικές ενέργειες Γαλλίας και Αγγλίας». Και κατέληγε: «Σας παραγγέλλω να πληροφορήσετε τους πάντες ότι εγώ με κανένα τρόπο δεν θα αποστώ από την διαγεγραμμένην εθνική πορείαν μου, και ότι δεν θα προδώσω ποτέ κανένα από τα χρέη μου απέναντι στην Πατρίδα μας. Όλα θα τα εκπληρώσω μέχρι την τελαυταία μου στιγμή. Όταν δε, καταλάβω ότι δεν ημπορώ να σώσω τον δυστυχή αυτόν τόπο από τα δεινά του εμφυλίου πολέμου και της αναρχίας – που υποκινούνται από τους ξένους – τότε θα θέσω υπόψιν του ελληνικού Έθνους και όλου του άλλου κόσμου την αληθινή και ειλικρινή ιστορία των γεγονότων και των ανθρώπων και θα αποτραβηχτώ αμέσως, παίρνοντας μαζί μου το μεγαλύτερο αγαθό: συνείδηση καθαρή και ήσυχη!..» Και την ίδια ημέρα έγραφε μια ακόμα επιγραμματική φράση στον Eynard:
«Οι ναύαρχοι και οι πρέσβεις της γαλλίας και της Αγγλίας προσφέρουν ξεχωριστή φιλία στους Υδραίους επαναστάτες, ενώ απαξιούν να στηρίξουν ηθικώς την ελληνική κυβέρνηση… Είναι φανερό ότι τα ελληνικά κινήματα – Μανιατών και Υδραίων – είναι καρποί και αποτέλεσμα των αγώνων ξένων ανθρώπων, που τα δημιούργησαν για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων, και εναντίον της Ελλάδος!..»
Κουρασμένος και πικραμένος από το ασήκωτο βάρος τόσων πόνων και μόχθων, στις τελευταίες επιστολές του, πριν από την τραγική πτώση της αυλαίας,, ένιωθε την ανάγκη να ζητά τις προσευχές αγαπημένων προσώπων για να μη λυγίσει. Για να σηκώσει με γενναιότητα το σταυρό του ως την τελευταία στγμή: «Σας παρακαλώ, μη με ξεχνάτε στις προσευχές σας. Να με συντροφεύετε συνέχεια με τις ευλογίες σας…» έγραφε στον ιερέα πατέρα Οικονόμον στην Πετρούπολη…
«Αγαπητή μου Φίλη Ρωξάνδρα, μη με ξεχνάς ποτέ στις προσευχές σου…Τις έχω ανάγκη!… Θέρμαινε και ενίσχυε με αυτές την θέση που κατέχω στη σκέψη σου και στην καρδιά σου!.. Όπως κι εγώ θερμαίνω με τις δικές μου προσευχές τη θέση που κατέχεις και εσύ μέσα στη δική μου σκέψη και στη δική μου καρδιά!.. Αν ημπορούσα να σου ειπώ πόσο θα ήθελα να σε είχα κοντά μου!.. Πόσο νιώθω την απουσία σου, ιδιαίτερα τώρα που με κυκλώνουν τόσες αγωνίες!.. Σε χαιρετώ, αγαπητή μου φίλη. Άραγε πότε θα ξανασυναντηθούμε;..»
Ήταν η τελευταία φράση στο τελευταίο γράμμα του προς Εκείνη. Τη μοναδική γυναίκα που είχε αγαπήσει ως το θάνατό του!
Το πρωί της «αποφράδος εκείνης Κυριακής», της 27ης Σεπτεμβρίου 1831, ο Κυβερνήτης έφυγε από το «ταπεινόν Κυβερνείον όρθρου βαθέος», στις 6 το πρωί, για να πάει στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνος στο Ναύπλιο, να παρακολουθήσει τη Θεία Λειτουργία, όπως έκανε πάντοτε και μάλιστα από τότε που ανέλαβε την προεδρία του ελληνικού κράτους.
Πριν από την αναχώρησή του κάθησε στο γραφείο του και έγραψε ιδιοχείρως ένα σύντομο σημείωμα «τω κυρίω Ν.Ν.», που μέχρι σήμερα μας μένει άγνωστος ο παραλήπτης του. Ήταν το τελευταίο σημείωμα ενός Μ ε γ ά λ ο υ, που δε θα έφτανε ποτέ στον προορισμό του. Τον ευχαριστούσε για τον γενναίο χαρακτήρα του «βάλσαμον τούτο εις την ψυχήν μου, την κατά πάσαν στιγμή πικρίας ποτιζομένην», έγραφε. Και έφυγε για να ζητήσει ανακούφιση και παρηγοριά στις πικρίες και στους πόνους και στις απογοητεύσεις από τον ουρανό. Δεν πρόφθασε όμως να την ζητήσει από τη γη, μέσα στη μισοσκότεινη εκκλησία. Θα έβρισκε ανακούφιση κατευθείαν στη χώρα της αιώνιας γαλήνης.
Πριν από την είσοδό του στο ναό συναπαντήθηκε με τον πιο τραγικό θάνατο. Εκεί, στα σκαλοπάτια, σωριάστηκε νεκρός από τα δολοφονικά χτυπήματα – από σφαίρες και μαχαίρι – των δυο Μαυρομιχαλαίων, του Γεωργίου και του Κωνσταντίνου. Τα τελευταία βλέμματα της ζωής του δεν έσβησαν ειρηνικά επάνω στις πράσινες φυλλωσιές της πατρίδας του, της Κέρκυρας. Έσβησαν ματωμένα επάνω στη σπασμένη παραστάδα της πύλης του Αγίου Σπυρίδωνος, στο Ναύπλιο…
(Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο της αειμνήστου καθηγήτριας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημιίου Αθηνών, ιστορικού Ελένης Ε. Κούκκου, Ιωάννης Καποδίστριας – Ρωξάνδρα Στούρτζα. Μια ανεκπλήρωτη αγάπη. Ιστορική Βιογραφία)
Για την αντιγραφή, Γιάννης Φαίλτωρ
(Αιωνία η μνήμη του. Η ελληνική επανάσταση έχει μείνει εκκρεμής…)
This entry was posted in Πρώτη Σελίδα. Bookmark the permalink.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου