Του Γιώργου Ρακκά
Βαθαίνει το φαινόμενο της πανευρωπαϊκής ακροδεξιάς ανόδου. Οι πιο σημαντικές εξελίξεις λαμβάνουν χώρα στην Ιταλία. Εκεί, αυτές τις μέρες αναπτύσσεται το πρώτο κοινωνικό πληβειακό κίνημα στο οποίο το ρεύμα της ακροδεξιάς παίζει ηγεμονικό ρόλο, ενώ οι οργανώσεις της αριστεράς βγαίνουν στο περιθώριο. Είναι το «κίνημα της 9ης Δεκεμβρίου», που οργανώνει μαζικές κινητοποιήσεις σε όλη την Ιταλία, ενάντια στον προϋπολογισμό ακραίας λιτότητας της κυβέρνησης Λέτα. Το «κίνημα» πρόσφατα άλλαξε το όνομά του, για να αποφύγει τις ακροδεξιές αιχμές που άφηνε η προηγούμενη ονομασία του – Forconi, που στα ιταλικά σημαίνει δίκρανο.
Ξεκίνησε από την Σικελία, έπειτα από πρωτοβουλία που προήλθε από αγρότες και φορτηγατζήδες. Σύντομα εξαπλώθηκε σε όλη την χώρα, και έχει κυρίως μικροαστική βάση –συμμετέχουν μικρομαγαζάτορες, επαγγελματίες, αγρότες, αλλά εσχάτως άνεργοι και κομμάτια του ‘πρεκαριάτου’, δηλαδή των επισφαλών εργαζόμενων– κυρίως στις υπηρεσίες. Πολιτικά, αν και οι συντελεστές του Κινήματος της 9ης Δεκεμβρίου επιμένουν να ισχυρίζονται πως η πρωτοβουλία τους έχει ακομμάτιστο χαρακτήρα, οι εκλεκτικές συγγένειες με την άκρα δεξιά δεν κρύβονται εύκολα, ούτε καν στα συνθήματα (στις κινητοποιήσεις πολύ συχνά ακούγεται το Φόρτσα Ιτάλια, ενώ κυκλοφορούν και άλλα συνθήματα παρόμοιας λογικής): Οργανώσεις όπως η Κάζα Πάουντ (κατειλημμένο κοινωνικό κέντρο φασιστών στη Ρώμη, που φέρει το όνομα προς τιμή του Έζρα Πάουντ), η Φόρτσα Νουόβα (ιταλικό ξαδερφάκι της Χρυσής Αυγής, με θητεία στην στρατηγική της έντασης που εφάρμοσε το ιταλικό παρακράτος κατά την δεκαετία 1970-1980) και οπαδοί της Λάτσιο βρίσκονται στο πλευρό του. Σε μια ακόμα χαρακτηριστική δήλωση, που δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την αντίληψη και την λογική των περισσότερων ηγετικών στελεχών του κινήματος, κάποιος εκπρόσωπος ανέφερε την πρόθεσή τους να ηγηθούν «πορείας προς τη Ρώμη» (προφανώς, αντίστοιχης της μουσολινικής).
Πέρα από την άκρα δεξιά, την στήριξη στο κίνημα δήλωσε ο Μπέπε Γκρίλο με τοποθέτησή του στο ιστολόγιό του, ενώ ακόμα και ο Μπερλουσκόνι εκδηλώθηκε θετικά. Ούτως ή άλλως, ο Γκρίλο, μετά την εκλογική του επιτυχία, έδειξε έντονες τάσεις μεταστροφής σε αντιλήψεις και λογικές ακροδεξιάς προέλευσης: Διατήρησε και ενίσχυσε το προσωποπαγές προφίλ του ρεύματός του, ενώ στον πολιτικό του λόγο, παράλληλα με τις επιθέσεις εναντίον του ευρώ, ενίσχυσε και μια ρητορική που στρεφόταν εναντίον των μεταναστών. Όσο για τον Μπερλουσκόνι, είναι προφανές ότι ποντάρει σε κάθε αναταραχή, προκειμένου να βγει από την εξαιρετικά δυσμενή θέση στην οποία έχει περιέλθει έπειτα από τις αλλεπάλληλες καταδίκες, και θα ήταν ευχαριστημένος με οτιδήποτε αναχαιτίζει την πτώση του πολιτικού του άστρου.
Από την άλλη, η αριστερά παρακολουθεί εξαιρετικά αμήχανη την κατάσταση. Σε ανάλυση τους που δημοσιοποιήθηκε στην ιστοσελίδα Contropiano, η οργάνωση Δίκτυο των Κομμουνιστών (κάτι αντίστοιχο με την ελληνική ΚΟΕ, που συμμετέχει στο ΣΥΡΙΖΑ και εκδίδει μαζί με άλλους την εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς) ασκεί αυτοκριτική υποστηρίζοντας ότι ενώ η αριστερά έκανε μια καλή αρχή με τις απεργίες της 18ης/19ης Οκτωβρίου 2013, η συνέχεια υπήρξε άκρως απογοητευτική λόγω της πολυδιάσπασης και της ιδεολογικής αβελτηρίας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κινητοποιήσει την κοινωνία πέρα από το ζήτημα των εξώσεων, που έχει κάνει κάποια δουλειά, και πέρα από τους παγιωμένους δεσμούς που έχει χτίσει με τους μετανάστες και το υποπρολεταριάτο.
Βεβαίως, και το πρόβλημα είναι ευρύτερο. Σε όλη την Ευρώπη, η Αριστερά είναι γερασμένη (πολύ πιο γερασμένη σε σχέση με την Άκρα Δεξιά), μεσοστρωματική, ιδεολογικά μετέωρη και στιγματισμένη, καθώς στην προηγούμενη περίοδο συναλλάχθηκε φανερά με τους «ανακτορικούς» της παγκοσμιοποίησης.
Ας μην ξεχνάμε ότι η Ιταλία συμμετείχε στην συμμαχία των προθύμων που βομβάρδισαν τη Σερβία το 1999, υπό την καθοδήγηση του πρώην κομουνιστή Ντ’ Αλέμα,. Ο πολύς, κάποτε «τρομοκράτης»Τόνι Νέγκρι, αποθεωνόταν για την «Αυτοκρατορία» του από το Νιούσγικ και ο Φάουστο Μπερτινόττι της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, ως καρικατούρα του Φάουστ πούλησε την ψυχή του στο τελευταίο κυβερνητικό σχήμα συνεργασίας της κεντροαριστεράς, και έκτοτε βολοδέρνει τριγύρω από το δημοσκοπικό και εκλογικό ελάχιστο.
Τώρα, αυτός ο χώρος δεν ξέρει ούτε τι θέλει, ούτε πώς μπορεί να το αποκτήσει: Με τα ερμηνευτικά της εργαλεία κατεστραμμένα, και την άρνησή της να συλλάβει τη νέα «βιοπολιτική» κατάσταση, όπου τα υπαρξιακά ζητήματα, τα ζητήματα εθνικών και πολιτιστικών ταυτοτήτων, και τα ταξικά συμπυκνώνονται και συνθέτουν την σύγχρονη κοινωνική πάλη, τείνει να απολέσει ακόμα και το πεδίο που κάποτε ήταν κατεξοχήν δικό της: Εκείνο των απλών οικονομικών διεκδικήσεων. Ήδη, στην Γαλλία, στην Ολλανδία, και τώρα και στην Ιταλία το προβάδισμα στο μέτωπο εναντίον του ευρώ το διατηρεί η άκρα δεξιά –η οποία αναμένεται να σαρώσει στις ευρωεκλογές, ακόμα και να καταλάβει την πρώτη θέση: Η Λεπέν στη Γαλλία, και ο Βίλντερς στην Ολλανδία προηγούνται ήδη στις δημοσκοπήσεις.
Αυτό που γίνεται στην Ιταλία είναι εξίσου σημαντικό. Διότι μέχρι τώρα, η ευρωπαϊκή ακροδεξιά μπορούσε να καυχηθεί ότι διατηρεί εκτεταμένα ερείσματα εντός των λαϊκών στρωμάτων, αλλά ήταν αδύνατο να βάλει πόδι στα κοινωνικά κινήματα. Με το ιταλικό «Δίκρανο», αυτό το ταμπού αμφισβητείται κι έτσι το ακροδεξιό ρεύμα αποκτάει και αυτή τη διάσταση.
Πέρα από τις βαθύτερες ιδεολογικές, οργανωτικές και υποκειμενικές αδυναμίες της ευρωπαϊκής αριστεράς, είναι ότι μετά το 1989 αυτή «έπαιξε και έχασε» με την υπόθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, σήμερα, ενώ όλοι έχουν κατανοήσει πολύ καλά ότι το παρόν ευρωπαϊκό σχήμα δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από εργαλείο υλοποίησης της «γερμανικής Ευρώπης», αυτοί καμώνονται ακόμα ότι ζουν στο ευρωπαϊκό συνεχές και παίζουν τους χαζοχαρούμενους πολίτες του κόσμου. Έτσι, η αντίθεση με τον γερμανικής εμπνεύσεως νεοφιλελευθερισμό εκχωρείται σε φωνές όπως αυτή της Λεπέν –την ίδια στιγμή που διανοούμενοι της αριστεράς σαν σε ιδεολογική ανία αναρωτιούνται ακόμα «ποιος είναι ο εχθρός; Οι τράπεζες ή η ακροδεξιά;».
Ακόμα και ο δικός μας, ο Τσίπρας, ενώ καυχιέται για την υποψηφιότητά του προέδρου της ευρωπαϊκής Αριστεράς, ξεχνάει ότι το κόμμα του διαθέτει μέλη κάτω των 32 χρονών μόνο σε ποσοστό… 1-1.5%, και ότι οι πραγματικοί πληβείοι είναι τόσο σπάνιοι στην οργάνωση του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και η καρέτα-καρέτα στις ελληνικές θάλασσες. Γι’ αυτό και το γέλιο θα του βγει στο τέλος ξινό και ίσως να πληρώσουμε όλοι τη διαφαινόμενη αποτυχία του.
Το κίνημα του «Φαρκόνι» ή αλλιώς του Δίκρανου αποτελεί μια πολύ σημαντική εξέλιξη στο πανευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό. Ενισχύει αποφασιστικά την μετακίνηση του εκκρεμούς προς την Άκρα Δεξιά, και βάζει ένα πολύ ουσιαστικό θεμέλιο ώστε να ηγεμονεύσει επί της λαϊκής αγανάκτησης. Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό, πραγματικά δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει.
Πέρα από την άκρα δεξιά, την στήριξη στο κίνημα δήλωσε ο Μπέπε Γκρίλο με τοποθέτησή του στο ιστολόγιό του, ενώ ακόμα και ο Μπερλουσκόνι εκδηλώθηκε θετικά. Ούτως ή άλλως, ο Γκρίλο, μετά την εκλογική του επιτυχία, έδειξε έντονες τάσεις μεταστροφής σε αντιλήψεις και λογικές ακροδεξιάς προέλευσης: Διατήρησε και ενίσχυσε το προσωποπαγές προφίλ του ρεύματός του, ενώ στον πολιτικό του λόγο, παράλληλα με τις επιθέσεις εναντίον του ευρώ, ενίσχυσε και μια ρητορική που στρεφόταν εναντίον των μεταναστών. Όσο για τον Μπερλουσκόνι, είναι προφανές ότι ποντάρει σε κάθε αναταραχή, προκειμένου να βγει από την εξαιρετικά δυσμενή θέση στην οποία έχει περιέλθει έπειτα από τις αλλεπάλληλες καταδίκες, και θα ήταν ευχαριστημένος με οτιδήποτε αναχαιτίζει την πτώση του πολιτικού του άστρου.
Από την άλλη, η αριστερά παρακολουθεί εξαιρετικά αμήχανη την κατάσταση. Σε ανάλυση τους που δημοσιοποιήθηκε στην ιστοσελίδα Contropiano, η οργάνωση Δίκτυο των Κομμουνιστών (κάτι αντίστοιχο με την ελληνική ΚΟΕ, που συμμετέχει στο ΣΥΡΙΖΑ και εκδίδει μαζί με άλλους την εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς) ασκεί αυτοκριτική υποστηρίζοντας ότι ενώ η αριστερά έκανε μια καλή αρχή με τις απεργίες της 18ης/19ης Οκτωβρίου 2013, η συνέχεια υπήρξε άκρως απογοητευτική λόγω της πολυδιάσπασης και της ιδεολογικής αβελτηρίας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κινητοποιήσει την κοινωνία πέρα από το ζήτημα των εξώσεων, που έχει κάνει κάποια δουλειά, και πέρα από τους παγιωμένους δεσμούς που έχει χτίσει με τους μετανάστες και το υποπρολεταριάτο.
Βεβαίως, και το πρόβλημα είναι ευρύτερο. Σε όλη την Ευρώπη, η Αριστερά είναι γερασμένη (πολύ πιο γερασμένη σε σχέση με την Άκρα Δεξιά), μεσοστρωματική, ιδεολογικά μετέωρη και στιγματισμένη, καθώς στην προηγούμενη περίοδο συναλλάχθηκε φανερά με τους «ανακτορικούς» της παγκοσμιοποίησης.
Ας μην ξεχνάμε ότι η Ιταλία συμμετείχε στην συμμαχία των προθύμων που βομβάρδισαν τη Σερβία το 1999, υπό την καθοδήγηση του πρώην κομουνιστή Ντ’ Αλέμα,. Ο πολύς, κάποτε «τρομοκράτης»Τόνι Νέγκρι, αποθεωνόταν για την «Αυτοκρατορία» του από το Νιούσγικ και ο Φάουστο Μπερτινόττι της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, ως καρικατούρα του Φάουστ πούλησε την ψυχή του στο τελευταίο κυβερνητικό σχήμα συνεργασίας της κεντροαριστεράς, και έκτοτε βολοδέρνει τριγύρω από το δημοσκοπικό και εκλογικό ελάχιστο.
Τώρα, αυτός ο χώρος δεν ξέρει ούτε τι θέλει, ούτε πώς μπορεί να το αποκτήσει: Με τα ερμηνευτικά της εργαλεία κατεστραμμένα, και την άρνησή της να συλλάβει τη νέα «βιοπολιτική» κατάσταση, όπου τα υπαρξιακά ζητήματα, τα ζητήματα εθνικών και πολιτιστικών ταυτοτήτων, και τα ταξικά συμπυκνώνονται και συνθέτουν την σύγχρονη κοινωνική πάλη, τείνει να απολέσει ακόμα και το πεδίο που κάποτε ήταν κατεξοχήν δικό της: Εκείνο των απλών οικονομικών διεκδικήσεων. Ήδη, στην Γαλλία, στην Ολλανδία, και τώρα και στην Ιταλία το προβάδισμα στο μέτωπο εναντίον του ευρώ το διατηρεί η άκρα δεξιά –η οποία αναμένεται να σαρώσει στις ευρωεκλογές, ακόμα και να καταλάβει την πρώτη θέση: Η Λεπέν στη Γαλλία, και ο Βίλντερς στην Ολλανδία προηγούνται ήδη στις δημοσκοπήσεις.
Αυτό που γίνεται στην Ιταλία είναι εξίσου σημαντικό. Διότι μέχρι τώρα, η ευρωπαϊκή ακροδεξιά μπορούσε να καυχηθεί ότι διατηρεί εκτεταμένα ερείσματα εντός των λαϊκών στρωμάτων, αλλά ήταν αδύνατο να βάλει πόδι στα κοινωνικά κινήματα. Με το ιταλικό «Δίκρανο», αυτό το ταμπού αμφισβητείται κι έτσι το ακροδεξιό ρεύμα αποκτάει και αυτή τη διάσταση.
Πέρα από τις βαθύτερες ιδεολογικές, οργανωτικές και υποκειμενικές αδυναμίες της ευρωπαϊκής αριστεράς, είναι ότι μετά το 1989 αυτή «έπαιξε και έχασε» με την υπόθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, σήμερα, ενώ όλοι έχουν κατανοήσει πολύ καλά ότι το παρόν ευρωπαϊκό σχήμα δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από εργαλείο υλοποίησης της «γερμανικής Ευρώπης», αυτοί καμώνονται ακόμα ότι ζουν στο ευρωπαϊκό συνεχές και παίζουν τους χαζοχαρούμενους πολίτες του κόσμου. Έτσι, η αντίθεση με τον γερμανικής εμπνεύσεως νεοφιλελευθερισμό εκχωρείται σε φωνές όπως αυτή της Λεπέν –την ίδια στιγμή που διανοούμενοι της αριστεράς σαν σε ιδεολογική ανία αναρωτιούνται ακόμα «ποιος είναι ο εχθρός; Οι τράπεζες ή η ακροδεξιά;».
Ακόμα και ο δικός μας, ο Τσίπρας, ενώ καυχιέται για την υποψηφιότητά του προέδρου της ευρωπαϊκής Αριστεράς, ξεχνάει ότι το κόμμα του διαθέτει μέλη κάτω των 32 χρονών μόνο σε ποσοστό… 1-1.5%, και ότι οι πραγματικοί πληβείοι είναι τόσο σπάνιοι στην οργάνωση του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και η καρέτα-καρέτα στις ελληνικές θάλασσες. Γι’ αυτό και το γέλιο θα του βγει στο τέλος ξινό και ίσως να πληρώσουμε όλοι τη διαφαινόμενη αποτυχία του.
Το κίνημα του «Φαρκόνι» ή αλλιώς του Δίκρανου αποτελεί μια πολύ σημαντική εξέλιξη στο πανευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό. Ενισχύει αποφασιστικά την μετακίνηση του εκκρεμούς προς την Άκρα Δεξιά, και βάζει ένα πολύ ουσιαστικό θεμέλιο ώστε να ηγεμονεύσει επί της λαϊκής αγανάκτησης. Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό, πραγματικά δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου