Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

Gustave Le Bon: Πως οι πολιτισμοί παρακμάζουν και χάνονται

Όπως τα ανατομικά χαρακτηριστικά, έτσι και τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά, δεν είναι αιώνια. Οι συνθήκες του περιβάλλοντος, οι οποίες διατηρούν την μονιμότητα των χαρακτηριστικών αυτών, ούτε αυτές υπάρχουν για πάντα. Εάν δε συμβεί, να μεταβληθεί το περιβάλλον αυτό, τα στοιχεία της πνευματικής ιδιοσυστασίας, κάτω από την επίδραση του περιβάλλοντος, υφίστανται οπισθοδρομικές μεταμορφώσεις που τα οδηγούν στην εξαφάνιση. Σύμφωνα με τους βιολογικούς νόμους, εφαρμόσιμους τόσο στα εγκεφαλικά κύτταρα όσο και στα κύτταρα του υπολοίπου σώματος και οι οποίοι παρατηρούνται σ’ όλα τα ζώα, τα όργανα δαπανούν πολύ λιγότερο χρόνο για να εξαφανισθούν, απ’ ότι τους χρειάζεται για να διαμορφωθούν. Κάθε όργανο, που πέφτει σε αχρησία, όχι πολύ μετά, αδυνατεί να λειτουργήσει.
Η πνευματική ιδιοσύνθεση των όντων δεν είναι δυνατόν να ξεφύγει από τους βιολογικούς νόμους. Το εγκεφαλικό κύτταρο που ασκείται, παύει να λειτουργεί και διανοητικές διαθέσεις που χρειάσθηκαν αιώνες ολόκληρους για να διαμορφωθούν, μπορεί πολύ γρήγορα να χαθούν. Η ανδρεία, η πρωτοβουλία, η ενεργητικότητα, το επιχειρηματικό πνεύμα και διάφορες άλλες χαρακτηριστικές ιδιότητες, όταν δεν τους παρουσιάζεται η ευκαιρία να εξασκηθούν-έστω κι αν ο χρόνος αποκτήσεως είναι ελάχιστος – είναι δυνατόν να εξαλειφθούν πολύ γρήγορα.
drunk_girlΈτσι εξηγείται γιατί ένας λαός χρειάζεται πάντοτε πολύ μεγάλο χρόνο για να ανυψωθεί σε μεγάλο βαθμό ηθικής μορφώσεως και μερικές φορές απαιτείται τόσο ελάχιστος χρόνος για να καταπέσει στο βάραθρο της παρακμής.
Όταν μελετήσει κανείς τα αίτια που αλληλοδιαδόχως οδήγησαν στην καταστροφή διαφόρους λαούς, όπως οι Πέρσες και οι Ρωμαίοι, για τους οποίους μας διηγείται η Ιστορία, ανακαλύπτει ότι ο θεμελιώδης παράγων που οδήγησε στην πτώση τους, ήταν πάντοτε κάποια μεταβολή της ψυχικής τους ιδιοσυνθέσεως, η όποια προήλθε από την ταπείνωση του χαρακτήρα τους. Κανένας από τους λαούς αυτούς δεν εξαφανίστηκε, λόγω ελαττώσεως της ιδιοφυίας του. Ο μηχανισμός της αποσυνθέσεως όλων των πολιτισμών του παρελθόντος υπήρξε πανομοιότυπος και μάλιστα τόσο πανομοιότυπος, ώστε να μας εξαναγκάσει να διερωτηθούμε, όπως ο ποιητής, που αναρωτιόταν αν η ιστορία, που αποτελείται από τόσα βιβλία, δεν αποτελείται παρά μόνον από μια σελίδα.
Ένας λαός, όταν φθάνει σ’ έναν ορισμένο βαθμό πολιτισμού και δυνάμεως, πείθεται πλέον, ότι δεν θα προσβληθεί από τους γείτονές του και αρχίζει να απολαμβάνει τα ευεργετήματα της ειρήνης και της ευημερίας, τα οποία παρέχει ο πλούτος. Οι στρατιωτικές του αρετές όμως εξαφανίζονται, εξ αιτίας της υπερβολικής αναπτύξεως του πολιτισμού, ο οποίος δημιουργεί καινούριες ανάγκες και αναπτύσσει την φιλαυτία. Οι δε πολίτες, μη έχοντας άλλο ιδανικό εκτός από την πρώιμη απόλαυση των γρήγορα αποκτηθέντων αγαθών, εγκαταλείπουν την διοίκηση των δημοσίων υποθέσεων στο κράτος και έτσι όχι πολύ μετά χάνουν τις πρώην ιδιότητες,με τις όποιες δημιούργησαν το μεγαλείο τους.
number-2-shotΤότε γειτονικά βαρβαρικά φύλα, πού έχουν ελάχιστες ανάγκες, αλλά ισχυρότατα ιδανικά, εισβάλλουν στην χώρα του αρκετά πολιτισμένου λαού και διαμορφώνουν νέο πολιτισμό, από τα απομεινάρια εκείνου που κατέστρεψαν.Έτσι, παρ’ όλη την ισχυρή οργάνωση των Ρωμαίων και των Περσών, οι μεν βάρβαροι κατέστρεψαν την αυτοκρατορία των πρώτων, οι δε Άραβες την των δευτέρων. Και δεν ήταν βέβαια η ευφυΐα που έλλειπε στους ηττηθέντες λαούς. Από την άποψη αυτή δεν είναι δυνατή καμιά σύγκριση ανάμεσα στους κατακτηθέντες και στους κατακτητές.
Οι Ρωμαίοι των παλαιών χρόνων είχαν ασθενέστατες ανάγκες και ισχυρότατο ιδανικό. Το ιδανικό – το μεγαλείο της Ρώμης – δέσποζε απολύτως στις ψυχές τους καικάθε πολίτης ήταν έτοιμος να θυσιάσει σ’ αυτό την οικογένεια, την περιουσία και την ζωή του. Όταν η Ρώμη έγινε το κέντρο του κόσμου, κατελήφθη από ξένους που έφθασαν από παντού και στους οποίους έδωσε επιπλέον τα δικαιώματα του Ρωμαίου πολίτη. Αναζητώντας μόνον απολαύσεις και πολυτέλειες, οι ξένοι ελάχιστα ενδιαφέρονταν για την δόξα της. Η μεγάλη πόλις έγινε τότε ένας απέραντος ξενώνας, αλλά δεν ήταν πια η Ρώμη. Η πόλις φαινόταν ζωηρότατη ακόμη, αλλά η ψυχή της ήταν από πολλά χρόνια πεθαμένη.
Οφείλομε να αναγνωρίσουμε ότι τα μεγαλύτερα Ευρωπαϊκά έθνη απειλούνται, όσον αφορά την ζωτικότητά τους, από μια καταφανέστατη και σημαντική παρακμή.
consumerismΚάθε μέρα χάνουν την πρωτοβουλία τους, την ενεργητικότητα και την θέλησή τους, καθώς και την ικανότητα προς δράση. Η ικανοποίηση των υλικών τους αναγκών, που αυξάνονται καθημερινώς, τείνει να γίνει το μοναδικό τους ιδανικό. Η οικογένεια διαλύεται, τα κοινωνικά υποστηρίγματα τρίζουν επικίνδυνα. Η δυσαρέσκεια και η καχεξία εξαπλώνονται και φωλιάζουν σ’ όλες τις τάξεις, από τις πιο πλούσιες μέχρι και τις πιο φτωχές. Κι’ όπως το πλοίο που έχασε την πυξίδα του χτυπιέται και σύρεται από τους ανέμους εδώ και εκεί, έτσι και ο άνθρωπος της σημερινής εποχής πλανάται στο διάστημα, έτσι στην τύχη, εκεί πού κάποτε κατοικούσαν οι θεοί και που σήμερα είναι έρημα, εξ αιτίας της επιστήμης. Αυτός που έχασε την πίστη, έχασε και την ελπίδα. Και ο όχλος έγινε ευερέθιστος και ξεσηκώνεται πολύ εύκολα, κανένα εμπόδιο δεν μπορεί να τον σταματήσει και φαίνεται καταδικασμένος να ταλαντεύεται, ανάμεσα στην μανιασμένη αναρχία και στον βαρύτατο δεσποτισμό….Τον ξεσηκώνουν με λέξεις δίχως νόημα…πείθονται τυφλά στους πιο άσημους πολιτικάντηδες και στους πιο ηλίθιους δεσπότες…. Η νεολαία παραιτείται όλο και πιο πολύ, από τα επαγγέλματα τα όποια απαιτούν κρίση, πρωτοβουλία, ενεργητικότητα, προσωπικές προσπάθειες και προπάντων θέληση. Οι ελάχιστες ευθύνες την κατατρομάζουν. Ο σκοτεινός ορίζοντας των έμμισθων λειτουργών του Κράτους της φθάνει.
Gustave_Le_BonΗ ενεργητικότητα και η δραστηριότητα αντικαταστάθηκαν στο μεν κράτος με συζητήσεις κενές περιεχομένου μεταξύ των πολιτικών ανδρών, στην δε μάζα με καθημερινές διαφωνίες και ενθουσιασμούς και, τέλος στην τάξη των διανοουμένων, με κάποιο είδος κλαψιάρικης αισθηματικότητας, τελείως αδύναμης και αμφίβολης και με ωχρές διαλέξεις για τις ταλαιπωρίες και τα βάσανα τής ζωής. Παντού καλλιεργείται ένας απεριόριστος φιλοτομαρισμός. Οι συνειδήσεις συνθηκολογούν, η δε ηθικότητα σιγά-σιγά πέφτει και χάνεται. Ο άνθρωπος έχασε την εξουσία που έχει πάνω στον ίδιο τον εαυτό του. Δεν ξέρει πια να διαφεντεύει την ψυχή του. Κι’ αυτός που δεν ξέρει να αυτοεξουσιάζεται, είναι καταδικασμένος να διαφεντεύεται από άλλους.
Από το βιβλίο «Νόμοι Εξελίξεως των Φυλών», (εκδόσεις Ελεύθερη Σκέψις, 1985, 2014). Άλλο άρθρο του Γουσταύου Λε Μπον (1841 – 1931) εδώ.

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

Η πολιτική υποκρισία και πώς την εντοπίζουμε



Η πολιτική υποκρισία και πώς την εντοπίζουμε

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 
Το ψέμα είναι ένα εγγενές στοιχείο της ζωής στις ανθρώπινες κοινωνίες και, ως εκ τούτου, αναπόσπαστο κομμάτι και της πολιτικής ζωής. Οι πολιτικοί λένε ψέματα όπως οι άνθρωποι λένε ψέματα, ψέματα διαφόρων ειδών και μεγεθών, για μια ποικιλία αιτιών και σκοπιμοτήτων. Από τις απλές κενές υποσχέσεις («θα σας χτίσουμε μια γέφυρα») μέχρι τις κωλοτούμπες, τις ιδεολογικές παλινωδίες και την ανακολουθία λόγων και πράξεων, τα ψέματα των πολιτικών προσώπων καλύπτουν μια μεγάλη γκάμα υποκρισίας.

Τις τελευταίες ημέρες είχαμε την ευκαιρία να δούμε μερικά αξιομνημόνευτα επεισόδια στο έργο της εγχώριας πολιτικής σκηνής, η πλοκή των οποίων ξεχείλιζε, έσταζε υποκρισία. Είδαμε την κυβέρνηση να φέρνει ένα δαιδαλώδες νομοσχέδιο με αμφιλεγόμενες και ετερόκλητες ρυθμίσεις στη Βουλή ως κατεπείγον, μια αντιπολίτευση να θυμάται ξαφνικά ότι δεν συμπαθεί τον υπουργό Οικονομίας (ο οποίος δεν ήταν εισηγητής του), μια passive aggressive παράσταση επιχειρημάτων εκατέρωθεν με λεονταρισμούς και θεαματικές εξόδους στο Κοινοβούλιο και, αμέσως μετά, πριν προλάβουμε να βαρεθούμε, τη δημοσίευση κρυφά -άρα παράνομα- τραβηγμένου βίντεο με τον γενικό γραμματέα της κυβέρνησης να εξομολογείται θεσμικές και νομικές εκτροπές τερατώδεις σε υπόδικο νεοναζί βουλευτή υπό το βλέμμα μισής ντουζίνας εικόνων της Παναγίτσας.
Πολύ συναρπαστικά επεισόδια και καλή αφορμή να συζητήσουμε το θέμα της υποκρισίας στην πολιτική.

Για παράδειγμα:

Μπορείς να είσαι αριστερός πολιτικός και να στέλνεις το παιδί σου σε ιδιωτικό παιδικό σταθμό; Μπορείς να είσαι γενική γραμματέας Κομμουνιστικού Κόμματος και να κραδαίνεις iPhone; Μπορείς να είσαι βουλευτής της Αριστεράς και ταυτόχρονα τραπεζικός υπάλληλος που έχει λάβει golden parachute ύψους ενός εκατομμυρίου ευρώ; Μπορείς ως εισηγητής του νόμου περί ευθύνης υπουργών να υψώνεις την παντιέρα της νομιμότητας και της δικαιοσύνης; Μπορείς ως κομμουνίστρια να ζεις στην Εκάλη; Μπορείς να είσαι ο πλουσιότερος βουλευτής και να υποστηρίζεις την επιστροφή στη δραχμή; Μπορείς να ανάγεις την υλοποίηση των Μνημονίων σε έργο ζωής, την ώρα που ήσουν ο πρώτος και πιο φωνακλάς αντιμνημονιακός;

Και βέβαια μπορείς. Ολα αυτά γίνονται.

Αλλά πού είναι τα όρια; Πότε τα ψέματα και οι ανακολουθίες, η εγγενής υποκρισία στον καθένα, γίνεται υπερβολική; Μέχρι πού είναι άκακη;

Ο καθηγητής του Κέιμπριτζ, Ντέιβιντ Ράνσιμαν, έχει γράψει ένα βιβλίο για το θέμα που λέγεται «Political Hypocrisy», και εξετάζει τις γνώμες ανθρώπων που έχουν γράψει για το θέμα, από τον Χομπς μέχρι τον Οργουελ. Οι βασικές θέσεις του Ράνσιμαν, τις οποίες αναζητεί και μέσα από τα γραπτά των προγενέστερων, είναι πως η υποκρισία είναι στοιχείο αναπόφευκτο της πολιτικής, πως είναι τόσο εκτεταμένη και συνήθης, που δεν έχει καν νόημα να συνεχίσουμε να την καταγγέλλουμε ως αναφανδόν αρνητικό φαινόμενο. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν πολλά είδη υποκρισίας, ξεκάθαρα διακριτά μεταξύ τους. Ο Ράνσιμαν υποστηρίζει πως πρέπει να διακρίνουμε αυτά που είναι άκακα και να επικεντρώνουμε την κριτική μας στα υπόλοιπα.

Η «υποκρισία» και ετυμολογικά παραπέμπει σε μια παράσταση, ένα θέατρο. Στη ζωή, στα social media, στη Βουλή, κανένας ποτέ δεν είναι πραγματικά αληθινός, όλοι υποδύονται αυτόν που θα ήθελαν να είναι. Η θεατρικότητα γίνεται προφανής σε όποιον παρακολουθεί συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου - είναι κανονικό θέατρο. Με παρλάτες, μονολόγους, κινησιολογία, λεονταρισμούς, συμβολισμούς, απ’ όλα έχει. Οι βουλευτές δεν συνομιλούν - απαγγέλλουν, γνωρίζοντας καλά ότι τους κοιτάζουν οι συνάδελφοί τους και, κυρίως, οι κάμερες. Και μάλιστα το δικό μας Κοινοβούλιο είναι και πιο ήπιο θέαμα από άλλα, κάτι αγγλοσαξονικά που φωνάζουνε «hear hear» ή κάτι της Απω Ανατολής όπου παίζουν μπουνιές. Αλλά πώς μπορούμε να διακρίνουμε την επικίνδυνη από την άκακη υποκρισία; Είναι ίδια η υποκρισία του Αλέξη Τσίπρα που στέλνει το παιδί του στο ιδιωτικό σχολείο με την υποκρισία του Μπαλτάκου που ραδιουργεί ανάμεσα στα σταυροκοπήματα στην Παναγίτσα;

Είναι δύσκολο το ερώτημα, και το βιβλίο του Ράνσιμαν δεν βοηθάει. Νομίζω, όμως, ότι πάντα ένας καλός, αν και κάπως πιο γενικός μπούσουλας είναι ο εξής: Μακριά από δόγματα.

Είναι αναμενόμενο ότι οι μεγαλύτερες αποθήκες υποκρισίας είναι εκείνοι οι κοινωνικοί και πολιτικοί θύλακες όπου εμφανίζονται οι μεγαλύτερες ιδεολογικές αγκυλώσεις. Οσο πιο δογματικά είναι περιγεγραμμένος ο κόσμος-στόχος (η βασιλεία των ουρανών, η σοσιαλιστική ουτοπία) τόσο πιο δύσκολο είναι για τους πιστούς του δόγματος να ζήσουν στον πολύ διαφορετικό πραγματικό κόσμο χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς υποκρισία. Το μεγαλύτερο ποσοστό πορνογραφίας στις ΗΠΑ καταναλώνεται στις συντηρητικές πολιτείες του χριστιανικού Νότου, ας πούμε, κι αντίστοιχα φαινόμενα είναι αναμενόμενα στη θεοσεβούμενη Δεξιά και τη δογματική Αριστερά της δικιάς μας πολιτικής σκηνής. Μπορεί να μην μπορούμε να διακρίνουμε ποιες υποκρισίες εκεί μέσα είναι οι άκακες και ποιες οι επικίνδυνες, αλλά τουλάχιστον ξέρουμε και περιμένουμε ότι στα άκρα η υποκρισία ευδοκιμεί εξ ορισμού. Και ως εκ τούτου, να πάρουμε τα μέτρα μας.

Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

Ο Ερνέστο "Τσε" Γκεβάρα μέσα από την εθνικοεπαναστατική οπτική: o Περονιστής της «εθνικιστικής αριστεράς»

του Γιώργου Πισσαλίδη

Το 1945, μια εθνικιστική και κοινωνική επανάσταση πραγματοποιείται στην Αργεντινή. Αυτή του συνταγματάρχη Περόν και των «ντεκαμισάδος». Στις 17 Οκτωβρίου 1945, μία πορεία συμπαράστασης στον έκπτωτο Περόν, οργανωμένη από τα εργατικά συνδικάτα, τον ανεβάζει (μεταφορικά και κυριολεκτικά) στον προεδρικό θώκο. Ο Περόν εθνικοποίησε τα μέσα μεταφοράς και επικοινωνίας (που τα περισσότερα ήταν σε βρετανικά χέρια), το χρηματοοικονομικό σύστημα και τον έλεγχο του εξωτερικού εμπορίου. Έκανε έτσι την χώρα του οικονομικά και εθνικά ανεξάρτητη. Καθιέρωσε το κατώτατο όριο μισθού, συντάξεις και διακοπές μετά αποδοχών.







Αφίσα της Εθνικοεπαναστατικής κατάληψης "Casa Pound"


Με την βοήθεια της γυναίκας του Εβίτας, έκτισε το ασφαλιστικό και υγειονομικό σύστημα και έδωσε ψήφο στις γυναίκες. Τέλος κράτησε μια αντιιμπεριαλιστική στάση απέναντι στις Η.Π.Α και την Μεγάλη Βρετανία, εφαρμόζοντας τον «Τρίτο Δρόμο» πέρα από τον αμερικάνικο καπιταλισμό και τον σοβιετικό μαρξισμό. Έτσι με αυτήν την πολιτική προσέλκυε τους εθνικιστές, μεγάλο μέρος της Αριστεράς και φυσικά τους «ντεκαμισάδος» (χωρίς πουκάμισο), τους οπαδούς του που ανήκαν στην εργατική τάξη, που ήταν οργανωμένοι από τηνΕβίτα Περόν στην Γενική Συνομοσπονδία Εργατών.







Ο Κάστρο και η Φάλαγγα

Την ίδια χρονιά, στο Μπέθαλ της Κούβας, ένας 19χρονος επαναστάτης, ονόματι Φιντέλ Κάστρο Ρουζ, διαβάζει τα άρθρα και τις ομιλίες του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα. Στα νιάτα του, ο Κάστρο υπήρξε εθνικιστής στο πνεύμα του Χοσέ Μαρτί, του μαρτυρικού ήρωα της Κουβανικής ανεξαρτησίας, αντικομουνιστής και θαυμαστής του Μπενίτο Μουσολίνι, που τα άπαντα του είχαν εκλεχτή θέση στην φοιτητική βιβλιοθήκη του. Λάτρευε την «βία των γρόνθων και των πιστολιών» με την οποία ο Χοσέ Αντόνιο και οι Φαλαγγίτες του ήθελαν να υπερασπιστούν τον Ισπανικό τρόπο ζωής απέναντι στον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό. Ταυτιζόταν δε, με την ιστορική φράση του ηγέτη της Φάλαγγας «Η ζωή μας είναι στράτευσις και πρέπει ο καθένας από μάς να την ζήσει, διαποτισμένη από την θέληση να υπηρετήσει και να θυσιασθεί».







Το εξώφυλλο του ελληνικού εθνικοεπαναστατικού περιοδικού "το αντίδοτο"


Το 1952, ο Κάστρο υπήρξε βουλευτής του κόμματος των «Ορντοντόξος». Το πραξικόπημα όμως του Μπατίστα του κόβει τον δρόμο. Στις 26 Ιουλίου 1953 θα ηγηθεί μιας αποτυχημένης επίθεσης στους στρατώνες Μονκάδα στο Σαντιάγκο της Κούβας. Θα συλληφθεί και στις 21 Σεπτεμβρίου θα υπερασπιστεί τον εαυτό του στο δικαστήριο με ένα διάσημο λόγο με τίτλο «Η Ιστορία θα με αθωώσει», την πρώτη πλατφόρμα της Κουβανικής Επανάστασης. 





o Γκεβάρα μαζί με τον Αιγύπτιο Εθνικιστή και αντισιωνιστή Nasser


Στον λόγο αυτό, ζητούσε αποκατάσταση του συντάγματος του 1940, παρέμενε πιστός στα εθνοκοινωνικό ιδεώδες της Φάλαγγας, ενώ ήταν εμπνευσμένος από το φιλολαϊκό πνεύμα της «Νιου Ντηλ» του Φραγκλίνου Ρούζβελτ. Η οποία με την σειρά της ήταν αντιγραφή του οικονομικού προγράμματος της εθνικιστικής Ιταλίας. Το 1955 αμνηστεύεται και φεύγει με άλλους Κουβανούς στο Μεξικό, όπου θα οργανώσει μαζί του με τον αδελφό του, Ραούλ το «κίνημα της 26ης Ιουλίου», προς ανάμνηση της επίθεσης στους στρατώνες Μονκάδα. Εκεί στο Μεξικό, ένα Αυγουστιάτικο βράδυ, ο Ραούλ θα του συστήσει ένα νεαρό γιατρό από την Αργεντινή, που προσπαθούσε να δώσει ένα καινούργιο νόημα στην ζωή του. Το όνομα του: Ερνέστο Γκεβάρα.







Ο Τσε και ο Περονισμός.

Ο Γκεβάρα είχε φτάσει στο Μεξικό από την ταραγμένη Γουατεμάλα, όπου είχε ταξιδέψει με τον αριστερό φίλο του Ριχαρδο Ρόχο. Εκεί ο αριστερών απόψεων συνταγματάρχης Χακόμπο Αρμπένζ Γκουσμάν είχε πάρει μια σειρά από οικονομικά μέτρα που ανέβασαν το βιοτικό επίπεδο των γηγενών Ινδιάνων και τους έδωσε πίσω την εθνική τους περηφάνια. Όταν όμως θέλησε να καταργήσει τα λατιφούντια (μεγάλα αγροκτήματα), οι μεγαλοτσιφλικάδες, που ήταν Αμερικανοί, με μπροστάρη την «Γιουνάιτεντ Φρούιτ Κόμπανυ», την πολυεθνική πίσω από τις δημοκρατίες της «μπανανίας», πίεζαν την Ουάσινκτον να υπερασπισθεί τα προνόμια τους.


Ο Γκεβάρα και ο Ρόχο αντιλαμβάνονται ότι η μόνη κυβέρνηση που βοηθά τον Αρμπενέζ είναι αυτή του Περόν. Όπως είχε κάνει και κατά τον αποκλεισμό του 1947 από τις βορειοαμερικανικές ναυτικές εταιρείες στέλνοντας πλοία, όπλα και πολεμοφόδια. Στις 17 Ιουνίου 1954, τα μισθοφορικά στρατεύματα του Κάρλος Καράγιο Άρμας, υποστηριγμένα από την CIA, εισβάλλουν στην Γουατεμάλα. Ο Ερνέστο προσφέρεται να πολεμήσει, αλλά ο πρόεδρος Αρμπενέζ αρνείται να δώσει όπλα στον λαό. Μέσα σε ένα λουτρό αίματος που ακολουθεί, ο Αργεντινός πρέσβης, του σώζει την ζωή και του μισθώνει αμάξι για να φύγει στο Μεξικό.


Η πρώτη συζήτηση λοιπόν που είχαν ο Κάστρο και ο Γκεβάρα αφορούσε τα γεγονότα της Γουατεμάλας και την διεθνή κατάσταση. Ο Γκεβάρα γοητεύεται από την φυσιογνωμία του Φιντέλ και αργότερα γράφει στις «Αναμνήσεις από τον Επαναστατικό Πόλεμο»: «Τις πρώτες μικρές ώρες της αυγής είχα κιόλας γίνει ένας από τους μελλοντικούς του πολεμιστές».







Το εξώφυλλο του περιοδικού "Έλληνας Εργάτης" το οποίο εξέφραζε την εποχή εκείνη την "αριστερή" πτέρυγα του κόμματος της "Χρυσής Αυγής"


Ποιος ήταν όμως ο άνθρωπος που θα έμενε στην Ιστορία με το προσωνύμιο «Τσε»;

Γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928 στο Ροζάριο της Αργεντινής. Καταγόταν από μια από τις αριστοκρατικότερες οικογένειες της Αργεντινής, που μεταπολεμικά ξέπεσε στην μεσοαστική τάξη. Ο ίδιος έπασχε από βρογχικό άσθμα που θα τον ταλαιπωρούσε σε όλη του την ζωή και θα αποβεί μοιραίο την μέρα της σύλληψης του. Ο ίδιος όμως ήταν δεινός ιππέας, ορειβάτης και κολυμβητής.


Η οικογένεια του ήταν αντιπερονική, αλλά μετά την Γουατεμάλα, άρχιζε να θαυμάζει «την κοινωνική επανάσταση που υπήρξε ο Περονισμός». Έτσι τον Σεπτέμβριο του 1955, όταν ο Περόν ανατράπηκε από ένα αμερικανοκίνητο πραξικόπημα, ο «Τσε» γράφει στον πατέρα του: «Ομολογώ με όλη την ειλικρίνεια ότι η πτώση του Περόν με πίκρανε βαθιά. Η Αργεντινή ήταν ο ιππότης όλων εκείνων που πίστευαν ότι ο εχθρός βρίσκεται στον Βορρά», υπονοώντας την Αμερική. 


Χρόνια αργότερα ως υπουργός θα δηλώσει στον Άνγκελ Μπερλένγκι, πρώην υπουργό εσωτερικών του Περόν, που κατέφυγε στην Κούβα: «Ο Περόν αποτέλεσε την πιο εξελιγμένη έκφραση της πολιτικής και οικονομικής μεταρρύθμισης στην Αργεντινή. Να σκεφτείτε όμως, πως αν ο Περόν είχε επιχειρήσει μια βαθιά ανατροπή των παραδοσιακών οικονομικών δυνάμεων, οι καινούργιες δεν θα ήταν σε θέση να βάλουν τέλος στην διακυβέρνηση του, όπως και τελικά έγινε».


Αντάρτης και υπουργός

Στις 2 Δεκεμβρίου του 1956, ο «Τσε» μαζί με άλλους 80 αντάρτες ανέβαινε στο «Γκράντμα» με σκοπό να αποβιβασθούν στην Κούβα με σκοπό να ανατρέψουν τον Μπατίστα και τους βορειοαμερικανούς πατρώνους του. Η φύση της Κουβανικής επανάστασης ήταν εθνικοαπελευθερωτική στο πρότυπο του Χοσέ Μαρτί και επηρεασμένη από το αντι-ιμπεριαλιστικό πνεύμα του περονισμού. Δεν ήταν μόνο Κουβανική, αλλά αφορούσε όλη την Λατινική Αμερική. 


Εξ’ άλλου από την εποχή του Μπολιβάρ η Λατινική Αμερική θεωρείτο μία ενιαία χώρα. Το 1958, ο Κάστρο δηλώνει στον αμερικανικό τύπο:«Θέλω να με θεωρείτε μία διασταύρωση Χοσέ Μαρτί και Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα» Στην διάρκεια του επαναστατικού αγώνα, ο Κάστρο θα κουβαλούσε παντού μαζί του τα «Άπαντα» του Χοσέ Αντόνιο, ενώ όταν θα ανέβει στην εξουσία θα κλείνει όλους του πολιτικούς του λόγους με την φράση «Πατρίδα η Θάνατος», κάτι που ο ηγέτης της Φάλαγγας θα ενέκρινε.


Ως στρατιώτης, ο Τσε Γκεβάρα χαρακτηριζόταν από την «άμεση και αυθόρμητη διάθεση του να προσφερθεί για την εκπλήρωση της πιο δύσκολης αποστολής». Τον Ιούλιο του 1957, προάγεται σε ταγματάρχη (κομμαντάτε), τον ανώτερο στον κουβανικό στρατό και αναλαμβάνει διοικητής της δεύτερης φάλαγγας του αντάρτικου στρατού. Υπήρξε ο ιθύνους νους της νίκης στην Σάντα Κλάρα στις 28 Δεκεμβρίου 1958, που άνοιξε τον δρόμο για την κατάκτηση της εξουσίας.


Με την επικράτηση της επανάστασης, ο Τσε ορίζεται κατά σειρά βιομηχανικός διευθυντής του «Εθνικού Ιδρύματος της Αγροτικής Μεταρρύθμισης» (NRA), Διευθυντής της Αγροτικής Τράπεζας και υπουργός βιομηχανίας. Θα διέλυε τα λατιφούντια (μεγαλοκτήματα) και θα τα αντικαταστούσε με κολεκτίβες, ερχόμενος σε σύγκρουση με την ολιγαρχία και τους ξένους μεγαλοκτήμονες. Κατά την διάρκεια της υπουργοποιήσεως του Γκεβάρα, τα «Αράμος», τα «Ντοράντος» και τα «Κριόλας» πήραν την θέση των βορειοαμερικάνικων σιγαρέτων. 


Οι αμερικάνικες ταινίες καταργήθηκαν από την τηλεόραση, οι βομβαρδισμός διαφημίσεων και φωτεινών επιγραφών σταμάτησε, οι αγγλόφωνες εμπορικές ονομασίες και τα ξενικά ονόματα των μαγαζιών αντικαταστήθηκαν από ισπανόφωνες επιγραφές. Με άλλα λόγια είχαμε ένα αριστερού τύπου γλωσσικό εθνικισμό και κρατικό προστατευτισμό, που θα έβρισκε απήχηση στους ευρωπαίους εθνικιστές.


Ως άτομο και υπουργός ο Τσε περιφρονούσε το χρήμα, την πολυτέλεια και ζούσε μια ζωή αυστηρή, λιτή και σπαρτιάτικη. Αντίθετα είχε απεριόριστη πίστη στις ηθικές αξίες και την συνείδηση των ανθρώπων. Θέλησε χωρίς να υποτιμήσει τα υλικά κίνητρα, να προωθήσει την κυριαρχία ηθικών κινήτρων στην δουλειά. Προώθησε την εθελοντική δουλειά τις Κυριακές, στην οποία ο ίδιος δούλευε κανονικά 8 με 10 ώρες. Οραματιζόταν την δημιουργία ενός νέου ανθρώπου μέσα από τον σοσιαλισμό. «Ένα άνθρωπο με θάρρος, με συνείδηση των ευθυνών του, εργατικό και τίμιο, με την αίσθηση του χιούμορ και της αξιοπρέπειας, γενναιόδωρο, έτοιμο για τις μεγάλες θυσίες, έξυπνο». Ήταν ουτοπία; Πολλές από αυτές τις αρετές τις είχε ο ίδιος ο Τσε.


Ούτε Ουάσιγκτον, Ούτε Μόσχα!

Τον Απρίλιο του 1960, η Κούβα αγόρασε το πρώτο σοβιετικό πετρέλαιο που όμως, τα αμερικάνικα διυλιστήρια που υπήρχαν στο νησί, αρνήθηκαν να το επεξεργαστούν. Ο «Τσε» τότε τα εθνικοποίησε, κερδίζοντας να αγοράσουν την πρώτη του διεθνή νίκη. Σε αντίποινα, οι Η.Π.Α αρνιόταν να αγοράσουν το 80% της Κουβανικής ζάχαρης. Τότε ως από μηχανής θεός, εμφανίζονται οι Σοβιετικοί με 100 εκ. δολάρια και αγόραζαν την ζάχαρη που συνήθως αγόραζαν οι Αμερικανοί. Όμως αυτό δεν πολυάρεσε στον Τσε. Αν και υπήρξε ο αρχιτέκτονας της Σοβιετο - Κουβανικής συνεργασίας, κάποια στιγμή θα δήλωνε: «Η ΣΕΛΛ, η ΕΣΣΣΟ και η ΤΕΞΑΚΟ του φίλου μας, του Ροκφέλλερ, με μια μαχαιριά μας έσπρωξαν στην αγκαλιά της Σοβιετικής Ένωσης.


Στις 16 Απριλίου 1961, παραμονή της εισβολής στον Κόλπο των Χοίρων, ο Κάστρο ανακηρύσσει την σοσιαλιστική φύση του καθεστώτος και στις 2 Δεκεμβρίου την προσέγγιση στο Ανατολικό Μπλοκ. Οι εθνικιστικές μέρες που ο Κάστρο δήλωνε να εμπνέεται από τον Χοσέ Αντόνιο και το κοινωνικό πρόγραμμα της Φάλαγγας, παίρνουν τέλος. Από εδώ και πέρα, ο Κάστρο γίνεται υποχείριο της Μόσχας. Όχι όμως και ο Τσε, που αντιστεκόταν σε κάθε είδους οικονομικό και πολιτικό προστατευτισμό εκ μέρους της Σοβιετικής Ένωσης. 


Πίστευε ότι «αν οι εθνικές ιδιαιτερότητες δεν γίνουν σεβαστές στον σοσιαλιστικό διεθνισμό, τότε υπάρχει ένας ακόμη ιμπεριαλισμός και η θέση της Κούβας δεν είναι εκεί». Θεωρούσε ότι η σοβιετική προστασία θα στεκόταν εμπόδιο στην ανάπτυξη της εθνικά αυτόνομης προσωπικότητας της Κούβας. Όπως θα έλεγε κάποια στιγμή «Δεν κάναμε την επανάσταση μας για να εξαρτηθούμε από την σοβιετική προστασία».


Έτσι, από μοναδικός κομμουνιστής του πληρώματος του «Γκράνμα», ο Τσε μετατράπηκε σε ένα σφόδρα αντιιμπεριαλιστή πολιτικό - μαχητή ενάντια στις Η.Π.Α και την Ε.Σ.Σ.Δ. Δηλαδή ταυτιζόταν με τον «Τρίτο Δρόμο» του περονισμού και μεταμορφώθηκε σε «Περόν» της επαναστατικής αριστεράς.


Περιπλανώμενος γκουερριλιερρο

To 1960, o Τσε Γκεβάρα εξέδωσε το σημαντικότερο του βιβλίο, τον «Ανταρτοπόλεμο». Πρόκειται για ένα στρατιωτικό εγχειρίδιο, όπου δείχνει πως ένας αντάρτικος λαϊκός στρατός, βασισμένος σε υποστήριξη του αγροτικού πληθυσμού και αποζητώντας μεταρρύθμιση της ιδιοκτησίας της γης, μπορεί να νικήσει ένα τακτικό στρατό. 


Για πρότυπα ο Τσε είχε την Κουβανική επανάσταση (Κάστρο), την Κινέζικη (Μάο Τσε Τούνγκ) και την Βιετναμέζικη (Χο Τσι Μινγκ), δηλαδή τρία τριτοκοσμικά, αγροτοκομμουνιστικά αντάρτικα, που συνδύαζαν εθνική και κοινωνική χειραφέτηση. Όμως εξαιτίας της περιφρόνησης του Μαρξ για την πατρίδα, την αγροτιά, τον Τρίτο Κόσμο και τον πολιτικό αυθορμητισμό, ανήκουν σύμφωνα με τον καθηγητή Κιτσίκη, στην Τρίτη Εθνικιστική Ιδεολογία.


Το βιβλία διεπνέετο από εθνικοεπαναστατικά και κομμουνιστικά ιδεώδη, που ο Κάστρο και ο «Τσε» ήθελαν να εξάγουν πρώτα στην Λατινική Αμερική και ύστερα σε όλον τον κόσμο. «Να κάνουμε 1-2-3, πολλά Βιετνάμ!», όπως θα έλεγε χαρακτηριστικά. Ο Περόν το έθεσε πολύ σωστά: «Ο αντικειμενικός σκοπός των Κουβανών δεν είναι άλλος από την απελευθέρωση των λαών της Λατινικής Αμερικής». 


Η πρόθεση τους είναι να δημιουργήσουν μία συνομοσπονδία ανεξαρτήτων. Ο «Τσε» Γκεβάρα ήταν το σύμβολο αυτού του αγώνα, γιατί υπηρέτησε έναν σκοπό μέχρι το σημείο να το ενσαρκώσει. Είναι ο άνθρωπος ενός ιδανικού» Όμως αυτά τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα δεν άρεσαν στην Σοβιετική Ένωση γιατί ενδιαφερόταν για αυτά μόνο όσο μπορούσε να τα ελέγχει για τους δικούς της σκοπούς. Το 1965 πριν φύγει για το Κονγκό, ο Τσε γράφει στους γονείς του: «Πιστεύω στον ένοπλο αγώνα ως την μόνη λύση για τους λαούς που αγωνίζονται για την απελευθέρωση τους. Πολλοί θα με αποκαλέσουν τυχοδιώκτη και πράγματι είμαι, αλλά ενός διαφορετικού τύπου. Από εκείνους που διακινδυνεύουν το τομάρι τους για να υπερασπίσουν ένα ιδανικό».


Όταν ο κόσμος άρχισε να αναρωτιέται για την εξαφάνιση του «Τσε», ο Κάστρο θα διαβάσει δημόσια ένα γράμμα του Γκεβάρα, όπου έγραφε:«Θεωρώ ιερό μου καθήκον να αγωνίζομαι εναντίον του ιμπεριαλισμού, όπου και να βρίσκεται. Αυτό για μένα είναι μια μεγάλη παρηγοριά και κατευνάζει την οδύνη μου». Οι Σοβιετικοί καταλαβαίνουν σε ποιους απευθύνεται πραγματικά αυτό το γράμμα και υπογράφουν την θανατική του καταδίκη.


Όταν ο «Τσε» γυρίσει κρυφά στην Κούβα πριν φύγει για την Βολιβία, οι Σοβιετικοί θα πιέσουν οικονομικά τον Κάστρο και πολιτικά το ΚΚ Βολιβίας να τον αφήσουν αβοήθητο. Φρόντισαν μάλιστα να στείλουν δίπλα του την πρώην πρακτόρισα της Σταζί, Χάιντι Ταμάρα Μπούνκε Μπίντερ, γνωστή ως «Τάνια», που είχε υπάρξει ερωμένη του Κάστρο. Αρχικά ο Κάστρο ήθελα να βοηθήσει τον παλιό του φίλο και συμπολεμιστή, αλλά τελικά υποτάχθηκε στην Σ. Ένωση. Ήταν εκείνη που σε συμφωνία με την Μόσχα και την Αβάνα έφερε τον Βολιβιανό στρατό στα ίχνη του Γκεβάρα, αν και σκοτώθηκε και η ίδια σε μια πολεμική σύγκρουση στις 31 Αυγούστου 1967. Στις 8 Οκτωβρίου 1968, ο «Τσε» συλλαμβάνεται και δολοφονείται από τον βολιβιανό στρατό και την CΙΑ.







Πορεία Παλαιστινίων του PFLP στην Ιερουσαλήμ υπέρ του Assad!



Ο Γκεβάρα ενάντια στην ελληνική αριστερά

Βλέπουμε λοιπόν ότι ο κομμαντάτε «Τσε» Γκεβάρα δεν είχε πολλές σχέσεις με τους ντόπιους τιμητές του. Η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ ανακάλυψε το Αρμάνι, τις χαρές του καπιταλισμού, ενώ δουλεύει στο χρηματιστήριο. Ότι δηλαδή δεν θέλησε ποτέ να γίνει εκείνος, που ζούσε μια ζωή ασκητική και σπαρτιάτικη. Εκείνος πολέμαγε για την πατρίδα ενάντια στην αμερικάνικη η την σοβιετική εξάρτηση, το Σ.Α.Κ.Ε/K.K.E. μίλαγε για «ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» επειδή το ζητούσαν τα σοβιετικά αφεντικά του, ενώ χαιρόταν για την «αποτυχία της αστικοτσιφλικάδικης εκστρατείας στην Μικρά Ασία». 








Ο Τσε ζητούσε να γίνονται σεβαστές οι εθνικές ιδιαιτερότητες, σύσσωμη η Ελληνική Αριστερά ζητά την κατάργηση των εθνικών συνόρων και υποστηρίζει μια πολυπολιτισμική κοινωνία. Τέλος εκείνος δήλωνε στον Ο.Η.Ε ότι «η συνεργασία των λαών δεν μπορεί να υπάρξει ανάμεσα σε καταπιεστές και καταπιεζόμενους», ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ και το Α.Κ.ΕΛ στηρίζουν το «σχέδιο Ανάν» και οραματίζονται συνεργασίες με τους Τουρκοκύπριους.


Από την στιγμή δε, που ο αμερικάνικος καπιταλισμός και ο σοβιετικός κομμουνισμός συμμάχησαν για να εξοντώσουν τον μεγάλο επαναστάτη, είναι οι Έλληνες Εθνικιστές και όχι οι αριστεροί που δικαιούνται να επικαλούνται τον αγώνα του στην αδυσώπητη μάχη εναντίον της Παγκοσμιοποιήσεως.



Όπως θα έλεγε και εκείνος: ΠΑΤΡΙΔΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ.




Patria O Muerte!